στείρη
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ης (ἡ) :
ion. c. στεῖρα¹.
ἡ, Α
βλ. στείρα.
στείρη: ἡ эп.-ион. = στεῖρα I.
στείρη Ion. voor στεῖρα.