στούρνος

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

ο στουρνάρι
1. μεγάλο στουρνάρι
2. μτφ. τελείως άξεστος και ακοινώνητος άνθρωπος
3. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών.