τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
ο στουρνάρι1. μεγάλο στουρνάρι2. μτφ. τελείως άξεστος και ακοινώνητος άνθρωπος3. ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών.