στρατάομαι
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
German (Pape)
[Seite 950] sich lagern. im Lager stehen, nur in der episch gedehnten Form ἐστρατόωντο, Il. 3, 187. 4, 378, die Buttmann von στρατόομαι herle iten will, das allerdings dcr Analogie gemäß von στρατός abgeleitet wäre.
French (Bailly abrégé)
Pass. (impf. 3ᵉ pl. épq. ἐστρατόωντο) être campé.
Étymologie: στρατός.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτάομαι:
1 располагаться лагерем (ἐστρατόωντο παρ᾽ ὄχθας Σαγγαρίοιο Hom.);
2 идти войной (πρὸς τείχεα Θήβης Hom.).