στρογγυλεύω

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 955] = στρογγυλαίνω, Sp.

Greek Monolingual

Ν στρογγυλός
(ως μτβ. και ως αμτβ.)
1. στρογγυλαίνω
2. κάνω ακέραιο έναν αριθμό ή ένα ποσό παραλείποντας τις μονάδες ή τα κλάσματά του.