συγγάλακτος

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγάλακτος Medium diacritics: συγγάλακτος Low diacritics: συγγάλακτος Capitals: ΣΥΓΓΑΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syngálaktos Transliteration B: syngalaktos Transliteration C: syggalaktos Beta Code: sugga/laktos

English (LSJ)

[γᾰ], ον= collactaneus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 961] = ὁμογάλακτος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγγάλακτος: -ον, (γάλα) = ὁμογάλακτος, Θεοφ. 500.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ομογάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -γάλακτος (< γάλα, -ακτος), πρβλ. ἀπογάλακτος].