συμπαρατάσσω

From LSJ

οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνεινchase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. συμπαρατάττω Α παρατάσσω
μέσ. συμπαρατάσσομαι
μάχομαι στην ίδια γραμμή
νεοελλ.
μέσ. α) συνεργάζομαι, συμμαχώ άτυπα εναντίον κάποιου ή για να αντιμετωπίσω κάποιον ή κάτι
β) συμμερίζομαι τις απόψεις κάποιου
αρχ.
παρατάσσω μαζί, τοποθετώ στην ίδια διάταξη.