συμφόρως

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

English (Woodhouse)

(see also: σύμφορος) beneficially, suitably

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

adv.
avantageusement, utilement;
Cp. συμφορώτερον, Sp. συμφορώτατα.
Étymologie: σύμφορος.

Russian (Dvoretsky)

συμφόρως: полезно, с пользой: σ. ἔχειν Isocr., Xen. быть полезным.

Translations