συνθορυβώ

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. κάνω θόρυβο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (κατ' επέκτ.) χειροκροτώ ή, επευφημώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θορυβῶ (< θόρυβος)].