συνόδευση
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
Greek Monolingual
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.