σφυροκόπημα

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία
2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα του πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον πληθ. σφυροκοπήματα, μαρτυρείται από το 1816 στον Στεφ. Καραθεοδωρή].