σφυροκόπημα

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια του σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία
2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα του πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ., στον πληθ. σφυροκοπήματα, μαρτυρείται από το 1816 στον Στεφ. Καραθεοδωρή].