σχεθέμεν

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Russian (Dvoretsky)

σχεθέμεν: эп. = σχεθεῖν.