σύμμιξη

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[συμμ(ε)ιγνύω]]
ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα
νεοελλ.
1. συνένωση
2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους
αρχ.
1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ οὐκ ἔστι σύμμιξις πρὸς θεὸν οὐδὲ ὁμιλία σώματος», Πλούτ.)
2. σαρκική επαφή, συνουσία («περὶ τὰς τῶν γονέων συμμίξεις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἐκ συμμίξεως» — με ανάμιξη (Αριστοτ.).