σύντμηση
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
η / σύντμησις, -ήσεως, ΝΜΑ συντέμνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντέμνω, συντόμευση, σύμπτυξη, βράχυνση
2. συντομογραφία.