Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύφαρ

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. κομμάτι παλιού και ρυτιδωμένου δέρματος
2. ως επίθ. ὁ, ἡ σῦφαρ
ρυτιδωμένος, γερασμένος
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, ἄνθος τοῦ γάλακτος, γραῡς»
β) «συκον ἐρρυτιδωμένον»
4. φρ. «σῡφαρ τοῦ ὄφεως» — το δέρμα του φιδιού (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. σῦφαρ και το λατ. sũber «φελλός, δρυς» αποτελούν παράλληλα δάνεια από μια κοινή ρίζα με αρκτικό σ-. Η άποψη αυτή όμως προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες, λόγω της δυσερμήνευτης εναλλαγής -φ-/ -b- στους δύο τ., αντίστοιχα].

Russian (Dvoretsky)

σύφαρ: τό (только nom. и acc.) слинявшая кожа, линовище Luc.