τέτραθλος

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek (Liddell-Scott)

τέτραθλος: ὁ, ἡ, ὁ τεσσάρων ἄθλων ἀξιωθείς, Ψευδοχρυσ. τ. 8, σ. 223Ε.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἆθλος (πρβλ. πένταθλος)].