τέτρομος

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρομος Medium diacritics: τέτρομος Low diacritics: τέτρομος Capitals: ΤΕΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: tétromos Transliteration B: tetromos Transliteration C: tetromos Beta Code: te/tromos

English (LSJ)

ὁ, = τρόμος, Hp. ap. Gal.19.146, A.D.Pron.58.12, Hdn. Gr.2.190, Hsch.; cf. τέτραμος.

German (Pape)

[Seite 1100] ὁ, = τρόμος, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τέτρομος: ὁ, = τρόμος, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 334Α, Ἐτυμολ. Μέγ. 560, 32, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τέτραμος, κατ' επίδραση του τρόμος.