τίλση

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η / τίλσις, -εως, ΝΑ τίλλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τίλλω, βίαιη απόσπαση, κυρίως τριχών, μάδημα
νεοελλ.
1. (σχετικά με ύφασμα) ξέφτισμα, κουρέλιασμα
2. λανάρισμα
αρχ.
(σχετικά με χόρτα) εκρίζωση, ξερίζωματίλσις χόρτου», πάπ.).