ταλάντευσις

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.