ταὐτοφωνία

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταὐτοφωνία Medium diacritics: ταὐτοφωνία Low diacritics: ταυτοφωνία Capitals: ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ
Transliteration A: tautophōnía Transliteration B: tautophōnia Transliteration C: taftofonia Beta Code: tau)tofwni/a

English (LSJ)

ἡ, v. ταὐτόφωνος.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, Gleichtönigkeit, Sp.

Greek Monolingual

η / ταὐτοφωνία, ΝΜ ταὐτόφωνος
νεοελλ.
1. δυσάρεστη επανάληψη τών ίδιων φθόγγων, συλλαβών ή γραμμάτων
2. απουσία διαστήματος μεταξύ δύο φθόγγων που εκφέρονται συγχρόνως
3. μουσ. η απόδοση του ίδιου ήχου από δύο ή περισσότερες φωνές ή όργανα
μσν.
το να έχει κανείς την ίδια φωνή ή τον ίδιο ήχο με άλλον.