τειχωτός

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχωτός Medium diacritics: τειχωτός Low diacritics: τειχωτός Capitals: ΤΕΙΧΩΤΟΣ
Transliteration A: teichōtós Transliteration B: teichōtos Transliteration C: teichotos Beta Code: teixwto/s

English (LSJ)

τειχωτή, τειχωτόν, = τειχικός, στέφανος CIL3 (Supp.).13648 (Amastris), etc.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
φρ. «τειχωτὸς στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].