τειχικός
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
στέφανος, = Latin corona vallaris, Jahresh. 13.201 (Alabanda, ii AD), IGRom. 3.230 (Pessinus).
German (Pape)
[Seite 1081] von der Mauer, zur Mauer gehörig, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τείχος
φρ. «τειχικὸς στέφανος» — στεφάνι που έπαιρνε ως έπαθλο όποιος ανέβαινε πρώτος στο τείχος ή περνούσε πρώτος το χαράκωμα του εχθρού.