τειχικός

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχικός Medium diacritics: τειχικός Low diacritics: τειχικός Capitals: ΤΕΙΧΙΚΟΣ
Transliteration A: teichikós Transliteration B: teichikos Transliteration C: teichikos Beta Code: teixiko/s

English (LSJ)

στέφανος, = Latin corona vallaris, Jahresh. 13.201 (Alabanda, ii AD), IGRom. 3.230 (Pessinus).

German (Pape)

[Seite 1081] von der Mauer, zur Mauer gehörig, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τείχος
φρ. «τειχικὸς στέφανος» — στεφάνι που έπαιρνε ως έπαθλο όποιος ανέβαινε πρώτος στο τείχος ή περνούσε πρώτος το χαράκωμα του εχθρού.