τετράπυργος

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετράπυργος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερεις πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πύργος (πρβλ. τρίπυργος)].