τετραμηνιαῖος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμηνιαῖος Medium diacritics: τετραμηνιαῖος Low diacritics: τετραμηνιαίος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΟΣ
Transliteration A: tetramēniaîos Transliteration B: tetramēniaios Transliteration C: tetraminiaios Beta Code: tetramhniai=os

English (LSJ)

α, ον, = τετραμήνιος (lasting four months), σπονδαί DS. 11.80 ; of the foetus, Gal. 14.154.

German (Pape)

[Seite 1098] D. Sic. 11, 80, und τετράμηνος, von vier Monaten, vier Monate dauernd; Thuc. 5, 63; Pol. 18, 22, 5 u. öfter; vgl. Lob. Phryn. 549.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμηνιαῖος: Diod. = τετράμηνος.

Greek (Liddell-Scott)

τετραμηνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., σπονδαὶ Διόδ. 14. 80, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 949.

Greek Monolingual

-α, -ο / τετραμηνιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και τετραμηναῖος, -αία, -ον, Μ
αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες («τετραμηνιαίους σπονδὰς ἐποιήσαντο», Διόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραμηνιαῖον
χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών, τετράμηνο
αρχ.
(για έμβρυο) αυτός που αποβλήθηκε μετά από τετράμηνη κύηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράμηνος + κατάλ. -ιαίος / -αῖος].