τεχνουργός
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
τεχνουργόν, industrial, of Solon's third class, μοῖρα τεχνουργός (sc. πολιτείας) Lyd.Mag.1.47.
Greek Monolingual
ο, η / τεχνουργός, -όν ΝΜΑ
τεχνίτης, δημιουργός («μοῖρα τεχνουργός», Ιω. Λυδ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί μια τέχνη
2. αυτός που κατασκευάζει κάτι περίτεχνα, καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].