θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
-α, -ο, Ν
1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός
2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].