τοὐπτάνιον

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek (Liddell-Scott)

τοὐπτάνιον: κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ὀπτάνιον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033.

Greek Monotonic

τοὐπτάνιον: κράση αντί τὸ ὀπτάνιον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐπτάνιον: in crasi = τὸ ὀπτάνιον.