τραγογένης
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που έχει γέ
νεια τράγου, τραγοπώγων
2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα
3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρογένης].