Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
Ν τρεμούλα1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, -η, -οτρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος.