Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Full diacritics: τρισάλιτρος | Medium diacritics: τρισάλιτρος | Low diacritics: τρισάλιτρος | Capitals: ΤΡΙΣΑΛΙΤΡΟΣ |
Transliteration A: trisálitros | Transliteration B: trisalitros | Transliteration C: trisalitros | Beta Code: trisa/litros |
v. τρισαλιτήριος.
-ον, Μ
τρεις φορές ἀλιτρός, δολιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- /τρι- + ἀλιτρός «δόλιος, πανούργος»].