τρισάλιτρος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισάλιτρος Medium diacritics: τρισάλιτρος Low diacritics: τρισάλιτρος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΙΤΡΟΣ
Transliteration A: trisálitros Transliteration B: trisalitros Transliteration C: trisalitros Beta Code: trisa/litros

English (LSJ)

v. τρισαλιτήριος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
τρεις φορές ἀλιτρός, δολιότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- /τρι- + ἀλιτρός «δόλιος, πανούργος»].