τρισάλυπος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάλῡπος Medium diacritics: τρισάλυπος Low diacritics: τρισάλυπος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΥΠΟΣ
Transliteration A: trisálypos Transliteration B: trisalypos Transliteration C: trisalypos Beta Code: trisa/lupos

English (LSJ)

τρισάλυπον, quite harmless, Thphr. HP 2.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάλῡπος: -ον, ὅλως ἀβλαβής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
τελείως αβλαβής («ἐᾱν τις τοὺς ὀρόβους ἐαρινοὺς σπείρῃ, τρισάλυποι γίνονται», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄλυπος «αυτός που δεν προξενεί λύπη»].

German (Pape)

[ῡ], sehr wenig unangenehm, ganz unschädlich, Theophr.