τριχομαχία

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φροντίδα για τις τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχομαχία].

German (Pape)

ἡ, der Haar-, Bartkampf, Synes.