τροπωτήρας

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Greek Monolingual

ο / τροπωτήρ, -ῆρος, ΝΑ
ναυτ. δακτύλιος από σχοινί ή δέρμα ο οποίος συγκρατεί το κουπί στον σκαλμό της βάρκας, αλλ. τροπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπῶ / -ώνω + κατάλ. -τήρ / -τήρας].