τυμβοῦχος

From LSJ

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοῦχος Medium diacritics: τυμβοῦχος Low diacritics: τυμβούχος Capitals: ΤΥΜΒΟΥΧΟΣ
Transliteration A: tymboûchos Transliteration B: tymbouchos Transliteration C: tymvoychos Beta Code: tumbou=xos

English (LSJ)

τυμβοῦχον, (ἔχω) placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.

German (Pape)

ein Grab inne habend, in, auf dem Grabe befindlich, κήρ, Suid. in einem Epigr.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοῦχος: могильный (Κήρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

τυμβοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, νεκρικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]
sepulchral, Anth.