υδροστάτης

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

ο / ὑδροστάτης, ΝΑ
τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων του εδάφους, αλλ. υδροστάθμη
μσν.
είδος πυροσβεστικής αντλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -στάτης (< θ. στᾰ- του ἵστημι), πρβλ. πυροστάτης].