υπέκκειμαι

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

Greek Monolingual

Α
1. (για πρόσ.) βρίσκομαι σε τόπο ασφαλή, εκτός κινδύνου
2. (για πράγμ.) έχω μεταφερθεί και τοποθετηθεί κάπου για φύλαξη («καὶ ὅσα ὑπεξέκειτο αὐτόθι τῶν Κλαζομενίων», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω»].