υπεξούσιος

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπεξούσιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, εξαρτημένος
2. (για ανήλικο παιδί) αυτός που βρίσκεται υπό την κηδεμονία τών γονιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξουσία (πρβλ. συνεξούσιος)].