υπνηλία

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

η / ὑπνηλία, ΝΜ ὑπνηλός
1. ιατρ. α) ακατανίκητη τάση για ύπνο, έξω από τον συνήθη χρόνο, που οδηγεί σε ύπνο μικρού βάθους και μικρής διάρκειας, φαινόμενο συχνό σε παχύσαρκους, γέροντες και αναρρωνύοντες·β) ελαφρά διαταραχή συνειδήσεως, θόλωση διανοίας ή ελαφρά σύγχυση
2. κατάσταση ανάμεσα στον ύπνο και στην εγρήγορση.