ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
-άομαι, Α1. βρυχώμαι ή μουγκρίζω σιγά2. ανασαίνω βαριά από οργή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + βρυχῶμαι «μουγκρίζω»].