υποκρύπτω

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source

Greek Monolingual

ὑποκρύπτω ΝΑ
νεοελλ.
αποκρύπτω
αρχ.
1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω
2. μεσ. ὑποκρύπτομαι
κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον.