κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
και βοιωτ. τ. οὑψόθεν Α
επίρρ.
1. από ψηλά, άνωθεν («καθορῶντες ὑψόθεν τὸν τῶν κάτω βίον», Σοφ.)
2. υψηλά, ψηλά
3. (με γεν.) επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θεν (βλ. λ. -θε), πρβλ. τηλ-ό-θεν, χαμ-ό-θεν].