φάτσα
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
η, Ν
1. πρόσωπο, όψη, ιδίως δυσαρεστημένη
2. συνεκδ. άτομο που γεννά υποψίες, μούτρο («τα βράδια μαζεύονται εκεί κάτι περίεργες φάτσες»)
3. (για κτήριο) πρόσοψη
4. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) φάτσα
ακριβώς απέναντι
5. φρ. «φάτσα κάρτα» i) κατάμουτρα
ii) απροκάλυπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fazza < ιταλ. faccia «όψη, πρόσωπο»].