φέκλη

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέκλη Medium diacritics: φέκλη Low diacritics: φέκλη Capitals: ΦΕΚΛΗ
Transliteration A: phéklē Transliteration B: pheklē Transliteration C: fekli Beta Code: fe/klh

English (LSJ)

ἡ, = Lat. faecula (burnt tartar), Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].