φαγώνομαι

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

Ν
1. φθείρομαι από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια
2. μαλώνω, καυγαδίζω («φαγώνονται όλη μέρα»)
3. (η μτχ. παρακμ.) βλ. φαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + ρηματ. κατάλ. -ώνω / -ώνομαι].