φακιώλιον

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φακιώλιον Medium diacritics: φακιώλιον Low diacritics: φακιώλιον Capitals: ΦΑΚΙΩΛΙΟΝ
Transliteration A: phakiṓlion Transliteration B: phakiōlion Transliteration C: fakiolion Beta Code: fakiw/lion

English (LSJ)

v. φακιόλιον, φακιάλιον (faciale, face-cloth, turban, towel).

Greek Monolingual

το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α
είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciale «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»].