φαρμάκισσα

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek (Liddell-Scott)

φαρμάκισσα: ἡ, = φαρμακίς, Achmes Ὀνειρ. σε. 253, 7· φαρμᾰκίστρια, ἡ, Ἡσύχ. ἐν λ. βαμβακεύτριαι.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
μάγισσα, φαρμακίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -ισσα (πρβλ. ποιμένισσα)].