φαρμάκτρια
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek (Liddell-Scott)
φαρμάκτρια: ἡ, = φαρμακεύτρια, Κ. Μανασσ. Χρον. 3770, Ἄρατ. 4, 35.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
αυτή που παρασκευάζει ή χρησιμοποιεί δηλητηριώδη φάρμακα ή φίλτρα, φαρμακεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάσσω + επίθημα -τρία (πρβλ. διώκτρια)].