οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
ο, θηλ. φαρμακομύτα, Ν
άνθρωπος φθονερός, κακεντρεχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμάκι + -μύτης (< μύτη), πρβλ. ψηλομύτης.