φατικός

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰτικός Medium diacritics: φατικός Low diacritics: φατικός Capitals: ΦΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phatikós Transliteration B: phatikos Transliteration C: fatikos Beta Code: fatiko/s

English (LSJ)

φατική, φατικόν, (φημί) assertory: especially of unsupported assertion. Phld. Rh.1.8, 2.119 S. Adv. φατικῶς ib.1.120 S.; φ. μόνον χωρὶς πίστεως ib. 1.40 S.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φατικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
φρ. «φατική επικοινωνία»
(κοινων.) διαδικασία επικοινωνίας, κατά την οποία μεταδίδονται, με τη χρήση ενός κοινού κώδικα για τον πομπό και τον δέκτη, καταστάσεις συναισθημάτων που χρησιμεύουν για τη δημιουργία κοινών στάσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης
αρχ.
1. φλύαρος, πολυλογάς
2. βεβαιωτικός, καταφατικός.
επίρρ...
φατικῶς Α
με πολλά και χωρίς σημασία λόγια, με φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -τικός (βλ. και λ. -ικος)].