φεγγώδης

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

German (Pape)

[Seite 1260] ες, leuchtend, glänzend, hell, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγώδης: -ες, (εἶδος) λαμπρός, λάμπων, φέγγων, ἀκτινοβόλος, φεγγώδης Ἰησοῦς, καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 720Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φέγγος
αυτός που φέγγει, που λάμπει.